θώραξιν

θώραξιν
θώρᾱξιν , θώραξ
corslet
masc dat pl (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Θώραξιν — Θώραξ corslet masc dat pl (epic) Θῶραξ masc dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μειώνω — (ΑM μειῶ, όω, Μ και μειώνω) [μείων] 1. κάνω κάτι μικρότερο, ελαττώνω, λιγοστεύω, μικραίνω (α. «θα μειωθεί η στρατιωτική θητεία» β. «τούτων ἐμείωσε τὸν ὁπλισμὸν οὐ μόνον τοῑς θώραξιν ἀλλὰ καὶ ταῑς περικνημῑσιν», Διον. Αλ. γ. «ὁ μὲν μεὶς ἀπὸ τοῡ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”